Μόλις γεννιόταν το παιδί, η μητέρα του το έπλενε με κρασί, για να πιστοποιήσει αν η κράση του ήταν γερή. Εάν το παιδί ήταν αδύναμο, πέθαινε. Αργότερα ο πατέρας του το πήγαινε στην Λέσχη, το μέρος όπου συνεδρίαζε το κρατικό συμβούλιο των γερόντων, οι οποίοι το εξέταζαν προσεκτικά. Αν εύρισκαν ότι το παιδί ήταν ελαττωματικό ή κακόμορφο, με εντολή των Εφόρων το πέταγαν στον Καιάδα, τον επονομαζόμενο Αποθέτη, μια σχισμή στο βουνό Ταΰγετο.
Μέχρι την ηλικία των επτά ετών, το παιδί μεγάλωνε με την μητέρα του, η οποία δεν χρησιμοποιούσε φασκιά, για να μη παραμορφωθεί το σώμα του, γίνει νευρικό ή πεισματάρικο. Απομάκρυναν δε κάθε τι από κοντά του, το οποίο θα έκανε το παιδί να νιώσει φόβο, να κλάψει ή να αισθανθεί άσχημα.
Οι Σπαρτιάτισσες ήταν τόσο φημισμένες, ώστε πολλές πλούσιες οικογένειες τις προσλάμβαναν για την ανατροφή των παιδιών τους, όπως την Σπαρτιάτισσα Αμέλια που ανέθρεψε τον Αθηναίο Αλκιβιάδη.
Όταν το παιδί συμπλήρωνε τα επτά του χρόνια, η πολιτεία το έπαιρνε από την μητέρα. Μια αυστηρή σε πειθαρχία και στρατιωτικού τύπου κυρίως εκπαίδευση, η ονομαζόμενη Αγωγή, άρχιζε και τελείωνε μετά από δώδεκα χρόνια. Τα αγόρια τα έβαζαν σε μια από τις πολλές ομάδες τις Αγέλες, οι οποίες ήταν υπό την επίβλεψη ενός ηλικιωμένου Σπαρτιάτη.
Στα δεκατρία τους χρόνια συμπλήρωναν την εκπαίδευση τους κάτω από την αρχηγία ενός συνετού και γενναίου νέου, τον επονομαζόμενο Είρενα, όλοι υπό την επίβλεψη του Παιδονόμου και εκπαιδεύονταν στην γυμναστική, το τρέξιμο, το πήδημα, το πέταγμα ακοντίου και δίσκου και επίσης μάθαιναν να υποφέρουν στον πόνο και στις κακουχίες, στην πείνα, δίψα, το κρύο, την κούραση και την έλλειψη ύπνου. Περπατούσαν ξυπόλυτα, πλένονταν στα κρύα νερά του Ευρώτα και ντύνονταν με το ίδιο ένδυμα καλοκαίρι και χειμώνα, που τους έδινε η πολιτεία μια φορά τον χρόνο. Δεν χρησιμοποιούσαν κλινοσκεπάσματα και κοιμόντουσαν πάνω σε καλαμιές και άχυρα, που τα έκοβαν χωρίς μαχαίρια, από τις όχθες του ποταμού Ευρώτα.
Το κύριο φαγητό τους ήταν ο μέλανας ζωμός, αλλά τα ενθάρρυναν να κλέβουν τροφή, για να συμπληρώνουν την ελάχιστη που ελάμβαναν, αν όμως συλλαμβάνονταν επ΄ αυτοφώρω τα τιμωρούσαν. Επίσης έτρωγαν πολύ μέλι. Επί ένα ολόκληρο μήνα, πριν να τελειώσουν τα γυμνάσια, επροπονούντο και έτρωγαν αποκλειστικά μέλι (εξ' ου και μήνας του μέλιτος).
Γράμματα μάθαιναν λίγα, ίσα να διαβάζουν και να γράφουν. Τα συμβούλευαν να μη σπαταλούν τις λέξεις, αλλά να μιλάνε επί της ουσίας (Λακωνίζειν). Μάθαιναν επίσης στρατιωτικά ποιήματα και τραγούδια πολεμικά, πώς να χορεύουν, και να απαγγέλλουν αποσπάσματα από τον Όμηρο.
Ο κύριος σκοπός της Αγωγής ήταν να πειθαρχήσουν τους νέους.
Μια φορά τον χρόνο τα δοκίμαζαν για την αντοχή τους μπροστά στον βωμό της Ορθίας Αρτέμιδος, στο παιχνίδι που έκλεβαν τυριά και τα μαστίγωναν αλύπητα.
Ήταν όμως τόσο σκληρή η δοκιμασία του εθίμου, που πολλά πέθαναν στην προσπάθεια τους να αποδειχτούν άξια. Αυτά τα οποία υπέφεραν χωρίς γογγυσμούς και κλάματα, τα στεφάνωναν.
Όσον αφορά τα κορίτσια, τα εκπαίδευαν σε ομάδες όπως και τα αγόρια, αλλά όχι με τόση σκληρότητα και αυστηρότητα. Έπαιρναν μέρος σε δημόσιους συναγωνισμούς, όπως αυτά, αλλά η εκπαίδευσή τους τελείωνε μόλις παντρεύονταν.
Στην ηλικία των είκοσι ετών, όταν η Αγωγή τελείωνε, άρχιζε η στρατιωτική θητεία του νέου.
Υποχρεωτικά γινότανε μέλος στα κοινά γεύματα (συσσίτια), σε μια ομάδα από δεκαπέντε άτομα περίπου, που ζούσαν και δειπνούσαν μαζί σε δημόσιους καταυλισμούς, μέχρι τα εξήντα τους χρόνια (ένας από τους νόμους του Λυκούργου). Σ' αυτήν την ηλικία των είκοσι ετών, οι περισσότεροι άνδρες και οι γυναίκες, παντρεύονταν.
Στην ηλικία των τριάντα ετών, ώριμοι πια άνδρες, οι Σπαρτιάτες γίνονταν πολίτες με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις. Είχαν δικαίωμα να παίρνουν μέρος στην συνέλευση του λαού (Απέλλα) και να ασκούν δημόσια αξιώματα.
Πηγή